- γομαράγκαθο
- τοκοινή ονομασία διαφόρων αγκαθωτών φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομαράγκαθο — το το γαϊδουράγκαθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
κίρσιο — (Cirsium). Γένος διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φυτά αυτά είναι ζιζάνια, τα περισσότερα με αγκαθωτά ή λοβωτά φύλλα. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek